- σκυλοδόντης
- α и ου, ικο клыкастый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σκυλοδόντης, σκυλοδόντα — και σκυλοδοντού, σκυλοδόντικο αυτός που έχει μεγάλα δόντια και σουβλερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκυλοδόντης — α, ικο, θηλ. και ού, Ν αυτός που έχει μεγάλα και μυτερά δόντια τα οποία προεξέχουν σαν τα δόντια τού σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + δόντης (< δόντι), πρβλ. κουτσο δόντης] … Dictionary of Greek