σκυλοδόντης

σκυλοδόντης
α и ου, ικο клыкастый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σκυλοδόντης" в других словарях:

  • σκυλοδόντης, σκυλοδόντα — και σκυλοδοντού, σκυλοδόντικο αυτός που έχει μεγάλα δόντια και σουβλερά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυλοδόντης — α, ικο, θηλ. και ού, Ν αυτός που έχει μεγάλα και μυτερά δόντια τα οποία προεξέχουν σαν τα δόντια τού σκύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + δόντης (< δόντι), πρβλ. κουτσο δόντης] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»